«Η λίμπιντο των αγγέλων» του Νίκου Μάντζιου (κριτική) – Όταν η τέχνη ευαισθητοποιεί

«Η λίμπιντο των αγγέλων» του Νίκου Μάντζιου

Για το μυθιστόρημα του Νίκου Μάντζιου «Η λίμπιντο των αγγέλων» (εκδ. Γραφή).

Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης

Για μας τους κριτικούς δεν πρέπει να παίζει ρόλο το όνομα του συγγραφέα: αν είναι γνωστός με περγαμηνές στο ενεργητικό του, δεν σημαίνει ότι κάθε του βιβλίο είναι ισάξιο με τα πολύ καλά του· αν αντίθετα δεν είναι επιφανής, ούτε ο εκδοτικός οίκος του μοστράρει στα σαλόνια των κυριακάτικων εφημερίδων, δεν σημαίνει ότι πρέπει να βλέπουμε με επιφυλάξεις το έργο του. Χρέος μας είναι να κοιτάμε κάθε βιβλίο χωρίς παρελθόν ή βεβαρημένο ποινικό μητρώο, και να το διαβάζουμε όσο γίνεται πιο απροκατάληπτα, ώστε καθετί να παίρνει ό,τι του αξίζει, βεβαίως μέσα από το πρίσμα της υποκειμενικότητάς μας, και της δι-υποκειμενικότητας της εποχής μας.

Ο Νίκος Μάντζιος, λοιπόν, ήταν ως τώρα ένας άγνωστος σε μένα συγγραφέας, κι από έναν επαρχιακό εκδοτικό οίκο (η «Γραφή» έχει έδρα τα Τρίκαλα), που πιθανόν δεν γεμίζει το μάτι. Διαβάζω, λοιπόν, στο βιογραφικό του πεζογράφου ότι έχει σπουδάσει μαθηματικά κι έχει δουλέψει στο αντικείμενό του, αλλά περαιτέρω ασχολείται με την Ειδική Αγωγή και τη Δημιουργική Γραφή. Έχει εκδώσει από το 2017 μικροδιηγήματα, θρύλους και παραμύθια από τη μεσαιωνική Ισπανία, ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα κι έναν οδηγό λογοτεχνικής γραφής.

Χωρίς να γνωρίζω όλη αυτή την προϊστορία, ξεκίνησα το τελευταίο του βιβλίο, τη Λίμπιντο των αγγέλων, και, ενώ το διάβαζα, έριχνα σελίδα τη σελίδα κάθε μου τείχος και βρήκα δύο πολύ σημαντικούς λόγους για να το προσέξουμε.

Καταρχάς, το θέμα του συνδυάζει αναπηρία και σεξουαλικότητα. Σύμφωνα με τη γνώμη των πολλών, ένα ανάπηρο άτομο, που είναι καθηλωμένο στο αμαξίδιό του, είναι «άγγελος», αφού υποφέρει χωρίς να φταίει, κι επομένως δεν έχει στον νου του παρά μόνο την αντιμετώπιση των δυσκολιών της ζωής, χωρίς δυνατότητες άλλων απολαύσεων. Μια τέτοια προκατάληψη δημιουργεί στον ίδιο τον παραπληγικό μια διπλή παγίδευση ανάμεσα στην ετεροεικόνα που σχηματίζουν οι άλλοι και στη δική του υπαρκτή, γενετήσια δυναμική, που δεν είναι καθόλου κατώτερη από την σεξουαλική ορμή των αρτιμελών.

Ο κυνισμός της είναι ένας σκύλος που γαβγίζει και ενίοτε δαγκώνει, δεν αφήνει τα συναισθήματά της να την πάρουν από κάτω, αλλά εφαρμόζει το δόγμα «η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση», ώστε να επιβιώσει μέσα στις δυσκολίες.

Άρα, η πρωταγωνίστρια η Κορίννα, που στα δεκαοχτώ της χρόνια βρίσκεται με μια τραυματισμένη σπονδυλική στήλη, η οποία την έχει καθηλώσει στο αναπηρικό καροτσάκι της, πηγαινοέρχεται ψυχολογικά ανάμεσα στη δύστηνή της μοίρα και στο σταδιακό ξεπέταγμα, αναζητώντας σύντροφο και δη σεξουαλικό. Όλο το βιβλίο, χωρίς να φτάνει ποτέ στα όρια του ποταπού ή του χυδαίου, πραγματεύεται όψεις της σεξουαλικότητας, από τον τραυματισμό της ηρωίδας την ώρα που επιχειρεί την πράξη μέσα σε έναν αχυρώνα ως τους πιθανούς εραστές του πατέρα και της μάνας της κι από τον όρκο παρθενίας που είχαν δώσει με τη φίλη της Μιλένα μέχρι τη φιλία της με μια πρώην πόρνη, την Κασσάνδρα. Παράλληλα μ’ αυτά τα σποτ που φωτίζουν περιμετρικά το θέμα, η ίδια θέλει να βρει την ικανοποίηση που δεν έχει γνωρίσει και γι’ αυτό ανοίγεται σταδιακά, ζητά το άλλο φύλο, τρώει χυλόπιτες, βουρλίζεται και ξαναπροσπαθεί.

Το θέμα είναι κοινωνικό, η αντιμετώπιση των αναπήρων και η στρεβλή εικόνα που έχουμε για τις δυνατότητες και τα θέλω τους, αλλά και ψυχολογικό, αφού το ίδιο το άτομο βιώνει συγκρούσεις, ενοχές, θυμό για την άδικη μοίρα του, και εκφράζεται με ξεσπάσματα για τους άλλους, μίσος, συμπλέγματα κατωτερότητας, αλλά κι εκλάμψεις αυτοπεποίθησης, ορμές και συναισθήματα.

Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο συστήνω το βιβλίο είναι το ύφος με το οποίο η πρωταγωνίστρια μιλάει και σκέφτεται. Η αυτοδιηγητική της αφήγηση αναδεικνύει έναν εξόχως ελκυστικό κυνισμό, που σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται, πετά ατάκες τόμαχοκ και δέχεται επιθετικά την εξέλιξη της υγείας της, μολονότι αυτοοικτίρεται, κοιτά κατάματα όποια ευκαιρία προκύψει, ξεσπά ακόμα και στην καλύτερή της φίλη και συνάμα θυμώνει με την ατυχία της, την κοινωνία, τη λύπηση των άλλων αλλά και την αδιαφορία τους, εφόσον η ίδια σωματικά και ψυχολογικά μπορεί περισσότερα απ’ όσα αυτοί νομίζουν. Ο κυνισμός της είναι ένας σκύλος που γαβγίζει και ενίοτε δαγκώνει, δεν αφήνει τα συναισθήματά της να την πάρουν από κάτω, αλλά εφαρμόζει το δόγμα «η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση», ώστε να επιβιώσει μέσα στις δυσκολίες. Χωρίς να γίνεται δύστροπη ή αντικοινωνική, αφήνει τη γλώσσα της να κόβει μπουκιές την πραγματικότητα και να τη μασά ορμητικά και βίαια.

Σ’ αυτή την αμείλικτη γλώσσα, έρχονται και παρέρχονται προκάτ φράσεις και στερεοτυπικές εκφράσεις, από γνωστές παροιμίες ή τραγούδια. Ωστόσο, αυτό δεν γίνεται από τυποποιημένο ξύλινο λόγο, αλλά στο πλαίσιο της ειρωνείας, που παίρνει το οικείο και το ετοιματζίδικο και το μετουσιώνει, μέσα στο πλαίσιο της επαναστατικής οπτικής της ηρωίδας, σε κυνική ανατροπή.

Με απόηχους από μια ιδιαίτερα ευαίσθητη ταινία του 2012, τα «Μαθήματα ενηλικίωσης» σε σκηνοθεσία και σενάριο του Μπεν Λιούιν, με τους John Hawkes και την Helen Hunt, κλείνει το μυθιστόρημα του Νίκου Μάντζιου. Φυσικά, έχουμε στα ελληνικά έργα που καταγίνονται από τους τυφλούς έως τους ψυχικά διαταραγμένους, αλλά τη σύνδεση της όποιας αναπηρίας με τη σεξουαλικότητα δεν την έχω ξανασυναντήσει. Η τέχνη δεν είναι ή δεν πρέπει να είναι διδακτική, μπορεί ωστόσο να ευαισθητοποιεί μέσω της αισθητικής της ποιότητας και της κοινωνικής της οπτικής. Κι αυτό κάνει Η λίμπιντο των αγγέλων.

 

Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).

 

Απόσπασμα από το βιβλίο

«Έτσι όπως το σκέφτηκα τώρα, πρώτη φορά θα πάω με αυτόν που θα μου κάνει τα βασικά: που θα με κάνει να νιώσω ασφαλής, που θα με κάνει να αισθανθώ, όχι απλά γυναίκα, αλλά γυναίκα ποθητή, που θα τον κάνω να χάσει τον αυτοέλεγχο, που θα με κάνει να χάσω τον δικό μου, που θα σεβαστεί το σώμα μου –αυτό το σώμα– που θα με κάνει να ξαναβρώ την αυθεντική καύλα, την καύλα την απείθαρχη, την άπληστη, που δεν γνωρίζει γαλλικά και πιάνο, που κάνει παρέα με τα ρεμάλια στα λιμάνια, αυτή που κάνει όλα τα σ’ αγαπώ του κόσμου να χλομιάσουν».

 

Πηγή: Book Press

Εκδόσεις "Γραφή"

Φροντίζουμε το έργο σας, από τη σχεδίαση του εξωφύλλου, έως την έκδοση και την προώθηση του.
Πάντα με σεβασμό στο δημιουργό και τον αναγνώστη.

Newsletter
Επικοινωνία
Scroll to top